γνωμολογικός

γνωμολογικός
η , ό[ν] любящий изречения, сентенции, максимы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γνωμολογικός" в других словарях:

  • γνωμολογικός — sententious masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμολογικός — ή, ό (AM γνωμολογικός, ή, όν) 1. ο σχετικός με τη γνωμολογία 2. ο διανθισμένος με πολλά γνωμικά …   Dictionary of Greek

  • γνωμολογικά — γνωμολογικός sententious neut nom/voc/acc pl γνωμολογικά̱ , γνωμολογικός sententious fem nom/voc/acc dual γνωμολογικά̱ , γνωμολογικός sententious fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμολογικόν — γνωμολογικός sententious masc acc sg γνωμολογικός sententious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμολογικῆς — γνωμολογικός sententious fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμολογικῇ — γνωμολογικός sententious fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμολογικῶς — γνωμολογικός sententious adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμολογικάς — γνωμολογικά̱ς , γνωμολογικός sententious fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»